- τουρτούρισμα
- το, -ατοςρίγος από κρύο ή φόβο ή πυρετό, τρεμούλιασμα: Χτυπούν τα δόντια του απ' το τουρτούρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουρτούρισμα — το, Ν [τουρτουρίζω] το ρίγος, το τρεμούλιασμα από το κρύο … Dictionary of Greek
τούρτουρο,το — τούρτουρο, το τουρτούρισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικίαση — η ρίγος που οφείλεται σε αίτια φυσικά (ψύχος) ή ψυχικά (φόβος, χαρά, συγκίνηση) ή σε παθολογικές καταστάσεις (πυρετός), κρυάδα, ανατριχίλα, σύγκρυο, τουρτούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)